Ο Κώστας
Χούμης γεννήθηκε
στον Πειραιά στις 20
Νοεμβρίου 1913 κι
εν αντιθέσει με την πλειοψηφία των
κατοίκων της περιοχής, ο πατέρας του
ήταν βιομήχανος σιδήρου.
Έκανε
τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα
στον Ποσειδώνα
Γλυφάδας. Ο Χούμης πείστηκε
από έναν φίλου του να πάνε για προπόνηση
στον Παναθηναϊκό, όταν στον σταθμό του
Νέου Φαλήρου συνάντησε τον Γιάννη
Χέλμη, ο
οποίος αγωνιζόταν στον Εθνικό Πειραιώς
και του πρότεινε να τον ακολουθήσει και
δέχθηκε.
Στην
ομάδα του Πειραιά αγωνίστηκε από το
1934 ως το 1936. Ο
Χούμης ήταν ταχύς, ευκίνητος και
επινοητικός, με δυνατά ευθύβολα σουτ
και εκπληκτική κεφαλιά. Ήταν, επίσης
εξαιρετικός ντριμπλέρ.
Το
πηγαίο ταλέντο του δεν γινόταν να περάσει
απαρατήρητο. Η
αναγνώρισή του ήταν άμεση και από τα 20
του χρόνια είχε αρχίσει να ξεχωρίζει
και να διεκδικεί θέση στην Εθνική
Ελλάδας.
Συμμετείχε σε βαλκανικούς αγώνες με τη
«γαλανόλευκη» στο Βουκουρέστι.
Στους
αγώνες αυτούς όμως είχαν την ευκαιρία
να τον δουν από κοντά και οι εκπρόσωποι
της ρουμανικής ομάδας Βένους, οι
οποίοι του
προσέφεραν τεράστια χρηματικά ποσά για
την εποχή προκειμένου να τον εντάξουν
στις τάξεις της ομάδας τους.
Η
μεταγραφή στη Βένους με το ασύλληπτο
ποσό
Ο
ίδιος δελεάστηκε από τα χρήματα της
ρουμανικής ομάδας, αλλά η οικογένεια
του, που ζούσε στον Πειραιά αντέδρασε
επίμονα. Η Βένους την εποχή εκείνη ήταν
μια πραγματικά πανίσχυρη ομάδα που είχε
ως Πρόεδρο
τον Διευθυντή Ασφαλείας του Βουκουρεστίου,
ενώ τα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου
ήταν όλα σημαίνοντα μέλη της ρουμανικής
κοινωνίας.
Ο
πρόεδρος της Βένους δεν δέχθηκε την
άρνηση του 18χρονου
ποδοσφαιριστή,
καθώς θεωρούσε ότι εκείνος ήθελε αλλά
η οικογένειά του αποτελούσε εμπόδιο
στη μεταγραφή του και ανέλαβε δράση.
Απέστειλε στον Πειραιά δύο εκπροσώπους
του συλλόγου, με αποστολή να συναντήσουν
τον Χούμη και να τον πείσουν να αγωνιστεί
με τη φανέλα της Βένους, όπως και
πραγματικά έγινε.
Ο
Χούμης τον Αύγουστο του 1936 έφυγε από
την Ελλάδα για
τη Ρουμανία,
όντας η πρώτη διεθνής μετεγγραφή Έλληνα
ποδοσφαιριστή. Αγωνίστηκε στη
Βένους Βουκουρεστίου,
η οποία διέθεσε 1.000.000
δρχ. προκειμένου
να τον αποκτήσει. Για να καταλάβει κανείς
την υπέρογκη αξία του ποσού για εκείνη
την εποχή, 1.000.000 δραχμές ελάχιστοι
άνθρωποι είχαν στους τραπεζικούς τους
λογαριασμούς και όσοι είχαν λογίζονταν
ως μεγιστάνες. Να
φανταστείτε στην προπολεμική Ελλάδα
το ημερομίσθιο ήταν περίπου 60 δραχμές.
Δηλαδή, ένας εργαζόμενος έβγαζε το χρόνο
21.600 δραχμές. Πράγμα
που σημαίνει ότι χρειαζόταν σχεδόν μισό
αιώνα (46
χρόνια για την ακρίβεια) δουλειάς
για να φθάσει το εκατομμύριο. Επίσης η
πλειονότητα των Ελλήνων ζούσε κάτω από
ακραίες συνθήκες φτώχειας. Φυσικά μιλάμε
για ασύλληπτο ποσό, για εκείνη την
ποδοσφαιρική περίοδο στην Ελλάδα…
Η
άδεια για διακοπές στην Ελλάδα και η
άρνηση επιστροφής
Ένα
χρόνο αργότερα, ο Χούμης πήρε άδεια για
να περάσει τις καλοκαιρινές διακοπές
του στην Ελλάδα και
να δει τους συγγενείς και φίλους του.
Πήρα σαράντα μέρες για να περάσει χρόνο
με τα αγαπημένα του πρόσωπα. Βρέθηκε
και πάλι στον Πειραιά.
Εκεί οι άνθρωποι του Εθνικού και τα μέλη
της οικογένειάς του τον πίεζαν να
επιστρέψει μόνιμα και να βοηθήσει την
ομάδα που τον ανέδειξε να κατακτήσει
το Πρωτάθλημα.
Ο Χούμης δεν
επιστρέφει στη Ρουμανία με
τη λήξη της άδειάς του και ακολουθεί
πρώην συμπαίκτες του στον Εθνικό,
στις Σπέτσες
ή στη Σύρο…
Η
διπλοπληρωμή κι η επιστροφή στη Ρουμανία
Τα
νέα κυκλοφόρησαν στη Ρουμανία και
τον πρόεδρο της Βένους, Μαρινέσκου.
Οι Ρουμάνοι τον αναζήτησαν και τελικά
τον εντόπισαν. Έστειλαν αντιπροσώπους
τους στην Ελλάδα και
του πρόσφεραν 300.000 δραχμές για να τον
πείσουν να επιστρέψει στο Βουκουρέστι.
Ο Εθνικός βρήκε όμως τον τρόπο να τον
κρατήσει στον Πειραιά. Αλλά μόνο για
λίγες ημέρες…
Μία
εβδομάδα αργότερα ο αντιπρόεδρος της
Βένους, Μιρσέα
Εντερλέσκου ταξίδεψε
στην Αθήνα και στη συνάντηση που είχε
στο πατρικό σπίτι του Χούμη με την
οικογένειά του, πρόσφερε το αστρονομικό
ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών για
να επανέλθει ο νεαρός επιθετικός στη
Ρουμανία. Μετά από αυτή την εξέλιξη ο
Εθνικός δεν μπορούσε να αντιδράσει...
Ο Χούμης
επέστρεψε πίσω στη Βένους, στην οποία
λατρεύτηκε όσο κανείς άλλος ποδοσφαιριστής
στην ιστορία της.
Υπήρξε όχι μόνο η πρώτη διεθνής μεταγραφή
Έλληνα ποδοσφαιριστή στο εξωτερικό
αλλά και για
πολλά χρόνια παρέμεινε και η ακριβότερη.
Με
τη φανέλα της Βένους έκανε τελικά
σπουδαία καριέρα κατακτώντας τρία
πρωταθλήματα Ρουμανίας κατά την περίοδο
του Μεσοπολέμου. Μετά
τη Βένους αγωνίστηκε στη Ραπίντ
Βουκουρεστρίου (1947), στη Γκαζ Μετάν
(1948-1949) και στην Αράντ (1950).
Ο Χούμης αγωνίστηκε εννιά
φορές με
την Εθνική Ελλάδας σημειώνοντας οκτώ
γκολ,
όντας ο πρώτος σκόρερ της ελληνικής
ομάδας κατά την προπολεμική περίοδο.
Τον
ισοφάρισε και τον ξεπέρασε ο Μίμης
Παπαϊωάννου το 1965, δηλαδή 29 χρόνια μετά
το τελευταίο ματς του Χούμη με την Εθνική
ομάδα.
Μεταγενέστερα
όταν απέκτησε τη ρουμανική υπηκοότητα
έπαιξε δύο φορές και στην Εθνική
Ρουμανίας (1941-1943).
Η
ενασχόληση με την προπονητική
Η
καριέρα του ολοκληρώθηκε πριν κλείσει
τα 30, εξαιτίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Επέστρεψε στην Ελλάδα και ασχολήθηκε
με την προπονητική. Το
Αιγάλεω (1965-66), ο Εθνικός επίσης 1965-66) και
ο ΠΑΣ Γιάννινα (1966-67) ήταν μερικές από
τις ομάδες που κοουτσάρισε.
Για ένα φεγγάρι ο Χούμης κάθισε
στον πάγκο της Εθνικής Ερασιτεχνικής
ομάδας, την οποία μάλιστα καθοδήγησε
στο 2ο Κύπελλο Ερασιτεχνιών της UEFA
(1969-70).
Ο
Κώστας Χούμης «έφυγε» από τη ζωή στις
20 Ιουλίου 1981, σε ηλικία 68 ετών από
εγκεφαλικό και το απόγευμα της επόμενης
ημέρας κηδεύθηκε στο νεκροταφείο της
Ανάστασης στον Πειραιά.
Το
«παρών» στην εξόδιο ακολουθία έδωσαν
οι παλιοί συμπαίκτες του Γαρύφαλλος,
Κέλερης, Φερλέμης, Κατσάρης, Κορώνης
και Κοντογιάννης. Στεφάνια
κατέθεσαν η ΠΑΕ κι
ο Ερασιτέχνης Εθνικός.
Κάποιοι
ωστόσο τον ξέχασαν.... Αισθητή ήταν η
απουσία εκπροσώπων της ΕΠΟ,
δεδομένου ότι ο Χούπης είχε τιμήσει τη
φανέλα της Εθνικής τόσο ως ποδοσφαιριστής
όσο και ως προπονητής.
Πηγή:www.sportal.gr