«Καταπέλτης» η εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου της Αθήνας για την υπόθεση της δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη σε βάρος των δύο κατηγορουμένων. Η εισαγγελέας ζήτησε και οι δύο κατηγορούμενοι να κριθούν ένοχοι όπως κατηγορούνται και χωρίς ελαφρυντικά.
Η εισαγγελική λειτουργός τόνισε στην αγόρευση της πως η δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, το βάρβαρο έγκλημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο τον Νοέμβριο του 2018, τελέστηκε από κοινού και από τους δύο κατηγορούμενους, οι οποίοι έχουν κριθεί ένοχοι σε πρώτο βαθμό.
«Η ανθρωποκτονία τελέστηκε και από τους δυο προκειμένου να σωπάσει η κοπέλα. Αν κάποιος δεν ήθελε, θα καλούσε σε βοήθεια. Η γιαγιά και ο παππούς του ενός ήταν στο ισόγειο. Όλες οι μετέπειτα ενέργειες τους αποδεικνύουν ότι έγιναν όλα από κοινού» τόνισε η εισαγγελέας στην πρόταση της, καθώς οι δύο νεαροί άνδρες «ρίχνουν» ο ένας το μερίδιο της ευθύνης στον άλλον.
Η εισαγγελική λειτουργός εξιστόρησε κατά τη διάρκεια της αγόρευσης τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς και το τι συνέβη στο σπίτι του Ροδίτη κατηγορούμενου στους Πεύκους, όπου βιάστηκε η Ελένη και κακοποιήθηκε βάναυσα πριν την πετάξουν από το γκρεμό στη θάλασσα για να σιωπήσει για πάντα.
«Πήγαν στο δώμα και έπιναν ποτό. Στη 01.07 λεπτά η Ελένη στέλνει μήνυμα στη φίλη της «πάρε με σε μια ώρα τηλέφωνο». Το μήνυμα αυτό σημαίνει για μένα ότι «δεν περνάω καλά, κάτι συμβαίνει». Είχε ένστικτο. Παρά την αντίθετη βούληση της και με την άσκηση σωματικής βίας προχώρησαν μαζί της διαδοχικά σε συνουσία. Η άσκηση βίας αποδεικνύεται από τις αμυχές στο κορμί της, τις κακώσεις, τα σημάδια από τα μαχαίρια. Οι κακώσεις έγιναν εν ζωή. Η μη ύπαρξη κακώσεων στα γεννητικά όργανα δεν προβληματίζει αφού έμεινε για αρκετή ώρα στο νερό. Το κορίτσι προσπάθησε να αντισταθεί και προειδοποίησε ότι θα τους καταγγείλει» τόνισε η εισαγγελέας.
Προκειμένου να γλιτώσουν τις συνέπειες της βάναυσης ενέργειας τους σε βάρος της Ελένης Τοπαλούδη, η οποία τους είπε πως θα τους καταγγείλει στις αρχές, οι δύο κατηγορούμενοι σύμφωνα με την εισαγγελέα «της κατάφεραν πλήγματα στο κεφάλι με σίδερο προκαλώντας της αιμορραγία και οίδημα. Οι κατηγορούμενοι αντιλαμβανόμενοι την κατάσταση τη μετέφεραν στο μπάνιο κι εκείνη αιμορραγούσε ακατάσχετα. Όταν είδαν την κρισιμότητα της κατάστασης την μετέφεραν στο αυτοκίνητο».
Σύμφωνα με την εισαγγελέα «για τη μεταφορά είναι βέβαιο ότι απαιτούνταν δυο άτομα αφού το κορίτσι δεν θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Αντί την ύστατη στιγμή να τη βοηθήσουν, την οδήγησαν σε ερημική παραλία. Σταμάτησαν σε ένα πλάτωμα. Έριξαν την Ελένη ζωντανή στη θάλασσα για να μην εντοπιστεί ποτέ και να πεθάνει εκεί. Και οι δυο σήκωσαν το σώμα, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς τους. Προκύπτει από την κατάθεση του ιατροδικαστή ότι ενόψει ότι η Ελένη ήταν ψηλή κοπέλα και βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση και δεν ήταν δυνατόν να την σηκώσει κάποιος μόνος. Ούτε υπάρχουν σημάδια από σύρσιμο επάνω της. Τεκμαίρεται ότι συνεργάστηκαν και οι δυο για να πετάξουν την Ελένη στη θάλασσα».
Οι κατηγορούμενοι -σύμφωνα με την εισαγγελέα- επέστρεψαν στο σπίτι για να καθαρίσουν το φορτηγάκι, το σπίτι και να μαζέψουν τα προσωπικά αντικείμενα της κοπέλας. Σε 40-45 λεπτά εντοπίστηκαν ξανά στο ίδιο σημείο που έριξαν την Ελένη για να ξεφορτωθούν τα πράγματα της. Όμως πολλά κόλλησαν στη βλάστηση γιατί ο γκρεμός δεν ήταν κάθετος.
«Ο θάνατος θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς, απλώς διάλεξαν να την πετάξουν στη θάλασσα» ξεκαθάρισε η εισαγγελική λειτουργός και συμπλήρωσε ότι η Ελένη Τοπαλουδη, παρά τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων «ήξερε ότι απλώς πηγαίνει για σουβλάκια, ήταν απλά ντυμένη και αν ήθελε να κάνει τρίο θα το έκανε στο σπίτι της, δεν ήταν ανάγκη να πάει σε άλλο σπίτι».
Τα σκισμένα ρούχα της Ελένης καταδεικνύουν την υπέρμετρη πάλη που προηγήθηκε κατά την εισαγγελέα, η οποία πρόσθεσε πως «αν η Ελένη συμμετείχε σε αυτό το σκηνικό οικεία βουλήσει θα ζούσε ακόμα και δεν υπήρχε λόγος για όλο αυτό που έγινε».
Επιπλέον, η εισαγγελέας ζήτησε την απόρριψη του αιτήματος του Ροδίτη κατηγορούμενου για μειωμένο καταλογισμό καθώς «δεν προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία ότι οι κατηγορούμενοι δεν αντιλήφθηκαν τις πράξεις τους ή είχαν μειωμένη ικανότητα αντίληψης. Ο ψυχίατρος που εξέτασε τους κατηγορουμένους αμέσως μετά τη σύλληψη, δεν διαπίστωσε ψυχοπαθολογίες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν».
Στην έναρξη της διαδικασίας η μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη φώναξε «σε τρεις μέρες έφαγες το παιδί μου ρε βρωμόπαιδο. Ήρθατε από την Αλβανία να σπείρετε τον πόνο». Αμέσως οδηγήθηκε εκτός αίθουσας για να ηρεμήσει.
Η διαδικασία συνεχίζεται με τις αγορεύσεις των συνηγόρων υποστήριξης της κατηγορίας και υπεράσπισης.