Τις δραματικές στιγμές από την φρίκη του βιασμού της περιγράφει για πρώτη
φορά η τραγουδίστρια Duffy. Τα όσα αναφέρει είναι πράγματι σοκαριστικά…
Η 35χρονη τραγουδίστρια Duffy από την Ουαλία είχε
μιλήσει για πρώτη φορά για την απαγωγή και τον βιασμό της τον περασμένο
Φεβρουάριο, με την είδηση να σοκάρει εξηγώντας έτσι και την εξαφάνισή της από
τη διεθνή μουσική σκηνή.
Αναφέρεται στον εφιάλτη
που έζησε στα χέρια των απαγωγέων της με μια μακροσκελή ανάρτηση στην
ιστοσελίδα της, αφού η ίδια είχε πει πως ότι δεν θα μπορούσε να παραχωρήσει
προσωπική συνέντευξη γι’ όσα πέρασε.
Στο κείμενό της η Duffy περιγράφει την τραυματική εμπειρία που
βίωσε. Την νάρκωσαν σε εστιατόριο που γιόρτασε τα γενέθλιά της, μεταφέρθηκε στο
εξωτερικό και βιάστηκε εκεί από τον απαγωγέα της. Ακολούθως επέστρεψε στην
πατρίδα της και παρέμεινε αιχμάλωτη μέσα στο ίδιο της το σπίτι.
Αρχικά η Duffy αναφέρει πώς έπεσε στα χέρια των απαγωγέων
και τις ανατριχιαστικές στιγμές που έζησε.
«Ήταν τα γενέθλιά μου. Με νάρκωσαν σε ένα
εστιατόριο, με νάρκωναν επί τέσσερις εβδομάδες και ταξίδεψα σε μια ξένη χώρα.
Δεν θυμάμαι να μπαίνω στο αεροπλάνο και ανέκτησα τις αισθήσεις μου ενώ
βρισκόμουν στο πίσω κάθισμα ενός οχήματος εν κινήσει. Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο
ξενοδοχείου και ο δράστης επέστρεψε και με βίασε. Θυμάμαι τον πόνο και την
προσπάθεια να διατηρήσω τις αισθήσεις μου στο δωμάτιο αφού συνέβη.
Ήμουν κλεισμένη μαζί του
για μία ακόμη μέρα. Δεν με κοιτούσε, έπρεπε να περπατάω πίσω του, είχα μερική
συνείδηση για το τι μου συνέβαινε αλλά ήμουν χαμένη. Θα μπορούσε να με είχε
ξεφορτωθεί».
«Πιστεύω ότι μου
χορηγούσε ένα σκληρό ναρκωτικό»
Όταν είχε τις αισθήσεις
την κυρίευε ο φόβος όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.«Σκέφτηκα το ενδεχόμενο να το
σκάσω για τη γειτονική πόλη ενώ κοιμόταν, αλλά δεν είχα χρήματα και φοβόμουν
ότι θα καλούσε την αστυνομία μετά την απόδρασή μου, και ότι ίσως με εντόπιζαν
ως αγνοούμενο άτομο.
Δεν ξέρω πού βρήκα τη
δύναμη να αντέξω εκείνες τις ημέρες, αισθανόμουν όμως μια παρουσία που με
βοήθησε να παραμείνω ζωντανή. Γύρισα πίσω αεροπορικώς μαζί του. Παρέμενα ήρεμη
και όσο φυσιολογική μπορούσα να είμαι υπό αυτές τις συνθήκες. Όταν γύρισα
σπίτι, κάθισα, ζαλισμένη, σαν ζόμπι. Ήξερα ότι η ζωή μου κινδύνευε άμεσα, είχε
αφήσει να εννοηθεί ότι ήθελε να με σκοτώσει.
Με την ελάχιστη δύναμη
που μου είχε απομείνει, το ένστικτό μου μου έλεγε να τρέξω, να το σκάσω και να
βρω κάπου να ζήσω που δεν θα μπορούσε να με εντοπίσει. Ο δράστης με κρατούσε
ναρκωμένη σπίτι μου τέσσερις εβδομάδες. Δεν ξέρω αν με βίασε εκεί, μέσα σε αυτό
το διάστημα, θυμάμαι μόνο να συνέρχομαι στο αυτοκίνητο στην ξένη χώρα και την
απόδρασή μου, η οποία θα συνέβαινε τις επόμενες ημέρες.
Δεν ξέρω γιατί δεν με
νάρκωσε στο εξωτερικό. Αυτό με κάνει να πιστεύω ότι μου χορηγούσε ένα σκληρό
ναρκωτικό, και ότι δεν μπορούσε να το πάρει μαζί του στο αεροπλάνο. Αφού
συνέβη, κάποιος που ήξερα πέρασε από το σπίτι μου και με είδε στο μπαλκόνι να
κοιτάζω το κενό, τυλιγμένη με μια κουβέρτα. Δεν θυμάμαι να γυρίζω σπίτι. Το άτομο αυτό είπε ότι ήμουν
κατακρίτρινη και έμοιαζα με νεκρή. Προφανώς φοβήθηκε για εμένα αλλά δεν ήθελε
να ανακατευτεί, δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο».
«Ένιωθα ότι αν κάτι πάει
στραβά θα βρεθώ νεκρή»
Με όλα όσα πέρασε της
ήταν δύσκολο να πάει ακόμα και στην αστυνομία να καταγγείλει το γεγονός, καθώς
υπήρχε κίνδυνος να την σκοτώσουν. «Μετά από όλα αυτά, δεν ένιωθα ασφαλής να πάω
στην αστυνομία. Ένιωθα ότι αν κάτι πάει στραβά θα βρεθώ νεκρή και θα με σκοτώσει.
Δεν μπορούσα να το ρισκάρω ή να δημοσιοποιηθεί η ιστορία μου.
Έπρεπε να ακολουθήσω το
ένστικτό μου. Το είπα σε δύο γυναίκες αστυνομικούς σε δύο άλλες απειλητικές
περιστάσεις μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια και έχει καταγραφεί. Κάποιος με εκβίασε
ότι θα αποκαλύψει την ιστορία και έπρεπε να πω στη μία αστυνομικό τις
πληροφορίες που είχε για μένα και γιατί ο εκβιασμός ήταν τόσο τρομακτικός.
Το δεύτερο περιστατικό
ήταν όταν τρεις άνδρες προσπάθησαν να διαρρήξουν το σπίτι μου και τότε είπα στη
δεύτερη αστυνομικό για τον βιασμό. Η ταυτότητα του βιαστή είναι στα χέρια της
αστυνομίας και αυτό είναι μεταξύ εμού και της αστυνομίας».
«Δεν μπορούσα να κοιτάξω
στα μάτια την ψυχοθεραπεύτριά μου»
Προς το τέλος αναφέρει «η
σκέψη του να επανέλθω ήταν σχεδόν αδύνατη», και μίλησε εγκωμιαστικά για την
ψυχοθεραπεύτριά της, η οποία την έσωσε ίσως κι από μια αυτοκτονία.«Με γνώρισε,
με είδε ως άνθρωπο, έμαθε για μένα και με οδηγούσε. Το έκανε πολύ ήπια. Δεν
μπορούσα να την κοιτάξω στα μάτια για τις πρώτες οκτώ συνεδρίες, η επαφή με τα
μάτια ήταν κάτι για το οποίο αγωνίστηκα. Η σκέψη να αναρρώσω ήταν σχεδόν
αδύνατη. Κατά συνέπεια, δεν θα έβλεπα κάποιον, ούτε άνθρωπο, μερικές φορές για
εβδομάδες και εβδομάδες και εβδομάδες τη φορά, παραμένοντας μόνη. Θα έβγαζα τις
πυτζάμες και θα τις πετούσα στη φωτιά και μετά θα έβαζα άλλο ζευγάρι. Τα μαλλιά
μπερδεύονταν τόσο που δεν τα χτένιζα, ενώ θρηνούσα, που τα έκοψα όλα».
«Δεν νιώθω πλέον ντροπή
για κάτι που με πλήγωσε βαθιά»
Η Duffy δεν δίστασε να αποκαλύψει και τους λόγους
για τους οποίους μοιράστηκε την φρίκη που έζησε. «Το μοιράζομαι τώρα αυτό γιατί
ζούμε σε έναν κόσμο που πληγώνει και δεν νιώθω πλέον ντροπή που κάτι με πλήγωσε
βαθιά. Πιστεύω ότι αν μιλήσετε μέσα από την καρδιά σας, η καρδιές των άλλων θα
απαντήσουν. Όσο σκοτεινή κι αν είναι η ιστορία μου, μιλάω μέσα από την καρδιά
μου, για τη ζωή μου, για τις ζωές άλλων που υπέφεραν το ίδιο. Δεν ντρέπομαι να
σας πω ότι πέρασα σχεδόν 10 χρόνια εντελώς μόνη μου και ακόμα πονάει την καρδιά
μου να το γράφω. Το οφείλω στον εαυτό μου να το πω, αισθάνομαι υποχρεωμένη να
εξηγήσω πόσο πραγματικά δύσκολη ήταν η ανάρρωση και τελικά η αποκάλυψη. Ελπίζω ότι σας παρηγορεί να
νιώθετε λιγότερο ντροπή εάν νιώθετε μόνοι».
Πηγή:www.newsit.gr