"Κάποιοι θέλουν να μας παρουσιάσουν τη Συνθήκη της Λωζάνης ως νίκη" είπε
ο Τούρκος πρόεδρος, κάνοντας λόγο για "προβλήματα που αυτή θέτει σήμερα
στον καθορισμό της τουρκικής επικράτειας, αλλά και του εδαφικού και
εναέριου χώρου"
Τους πολιτικούς που συμβιβάστηκαν με τη Συνθήκη της Λωζάνης
το 1923, με την οποία και καθορίστηκαν τα σύνορα της σύγχρονης Τουρκίας,
επικρίνει με δηλώσεις του ο
Τούρκος πρόεδρος Ρετσετ Ταγίπ Ερντογάν, τονίζοντας πως κάποιοι επιχείρησαν να παρουσιάσουν την τότε Συνθήκη ως νίκη.
"Στις 15 Ιουλίου γιορτάζουμε τη δεύτερη επέτειο Ανεξαρτησίας
του τουρκικού Έθνους. Έτσι μας πληροφόρησαν. Μας απείλησαν με τη
Συνθήκη των Σεβρών το 1920 και μας έπεισαν να αποδεχτούμε τη 'Λοζάνη' το
1923" σημειώνει σε συγκέντρωση με τοπικούς άρχοντες της χώρας στην
Άγκυρα την Πέμπτη. "Κάποιοι προσπάθησαν να μας εξαπατήσουν
παρουσιάζοντας τη Συνθήκη αυτή σαν νίκη. Στη Λωζάνη, παραχωρήσαμε τα
νησιά στα οποία μπορεί κανείς να πατήσει με ένα σάλτο" προσθέτει.
Στις 15 Ιουλίου γιορτάζουμε τη δεύτερη επέτειο Ανεξαρτησίας
του τουρκικού Έθνους. Έτσι μας πληροφόρησαν. Μας απείλησαν με τη
Συνθήκη των Σεβρών το 1920 και μας έπεισαν να αποδεχτούμε τη 'Λοζάνη' το
1923
"Ακόμη παλεύουμε σχετικά με τον καθορισμό της τουρκικής
επικράτειας, αλλά και του εδαφικού και εναέριου χώρου μας" σημείωσε
αναφερόμενος ουσιαστικά στο από δεκαετίες σημείο τριβής με την Ελλάδα
σχετικά με την υφαλοκρηπίδα. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η υφαλοκρηπίδα
πρέπει να οριοθετηθεί με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, ενώ η Τουρκία
υποστηρίζει ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας
και ότι η εγγύτητα των ελληνικών νησιών στα τουρκικά παράλια αποτελεί
«ειδική περίσταση» που δικαιολογεί απόκλιση από την αρχή της μέσης
γραμμής. Το ζήτημα έχει οδηγήσει την Άγκυρα στο περίφημο Casus Belli από
τη δεκαετία του '80, σε περίπτωση θέσης σε εφαρμογή από την Ελλάδα του
διεθνούς δικαίου που διέπει τα θαλάσσια σύνορα.
Εκείνοι που κάθισαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δεν
μας φέρθηκαν δίκαια με αποτέλεσμα να προκαλούν τα προβλήματα που έχουμε
σήμερα
"Εκείνοι που κάθισαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων (για
τη Συνθήκη το 1923) δεν μας φέρθηκαν δίκαια και προκαλούν τα προβλήματα
που έχουμε σήμερα" είπε και πρόσθεσε: "Αν το πραξικόπημα είχε πετύχει,
τότε θα μας έδιναν μια Συνθήκη που θα μας ανάγκαζε να αναπολούμε τη
Συνθήκη των Σεβρών" συνδέοντας και πάλι τη ρητορική του με το
αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου.
Τι προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάνης
Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια
της σύγχρονης Τουρκίας. Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24
Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που
πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία
(1919-1922) και συμμετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης
και της ΕΣΣΔ (που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη).
Κατάργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή
από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τον Σουλτάνο της
Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από την Μικρά Ασία του Ελληνικού
στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, εμφανίστηκε η
ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών. Στις 20 Οκτωβρίου
1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4
Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο
υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων.
Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του
Αιγαίου, συγκεκριμένα την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά
μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της
Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε
αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε
τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά
χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά
δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα
στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των
στενών.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει
χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των
τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας.
Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα
διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο Οικουμενικός
Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό
ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις
διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός
των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην
Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η
υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η
αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.
ΠΗΓΗ HURRIYET