Ποιο το
τελευταίο επεισόδιο πριν κλείσει το Mega;
Υστερα
εποχής για το πάλαι ποτέ κραταιό κανάλι σηματοδοτεί ο οριστικός αποκλεισμός του
από τη διαδικασία διεκδίκησης τηλεοπτικής άδειας.
O
αποκλεισμός του MEGA αποτελεί ουσιαστικά και τη ληξιαρχική πράξη θανάτου ενός
τηλεοπτικού σταθμού για τον οποίο οι περισσότεροι πίστευαν ότι ισχύει η φράση
του Φραγκλίνου Ρούzβελτ «too big to fail».
Κανένα
άλλο τηλεοπτικό δίκτυο δεν είχε ταυτιστεί τόσο πολύ με την απαρχή της ιδιωτικής
τηλεόρασης, με την είσοδο της Ελλάδας στον αστερισμό μιας νέου τύπου ενημέρωσης
και ψυχαγωγίας.
Στις 15.00
της 20ής Νοέμβρη του 1989 το τρισδιάστατο σήμα με μουσική, λαμπερά και
εντυπωσιακά γραφικά που αιωρούνταν σ’ έναν ουρανό με σύννεφα ήρθε να δηλώσει το
τέλος της μονοκρατορίας του φορέα της δημόσιας τηλεόρασης.
Το MEGA
αποτέλεσε επί δεκαετίες για τους Ελληνες κύριο παράθυρο στον κόσμο ή, πιο
σωστά, σε μια εκδοχή του κόσμου.
Της
γέννησης του Mεγάλου Kαναλιού είχε προηγηθεί το σπάσιμο του κρατικού μονοπωλίου
από την κυβέρνηση του Τζαννή Τζαννετάκη, η οποία και έφερε προς ψήφιση στη
Βουλή τη νομιμοποίηση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης.
Ετσι,
λοιπόν, στις 27 Απριλίου 1989 ιδρύθηκε η Τηλέτυπος, το καταστατικό της οποίας
δημοσιεύτηκε στις 2 Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Ως σκοπός της αναγραφόταν «η
παραγωγή και εμπορία τηλεοπτικών προγραμμάτων και εκπομπών, η εγκατάσταση,
λειτουργία και εκμετάλλευση τηλεοπτικών σταθμών σε όλη την Ελλάδα, όταν
επιτραπεί και με τις προϋποθέσεις που θα επιτραπεί».
Μεγαθήρια
ένωσαν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία του. Η χρυσή συμμαχία του 1989
(ημερομηνία ίδρυσής του) περιελάμβανε την ελίτ του τότε εκδοτικού κατεστημένου
της χώρας και την κορυφή της οικονομικής ολιγαρχίας: ο Χρήστος Λαμπράκης του
ΔΟΛ, ο Κίτσος Τεγόπουλος της «Ελευθεροτυπίας», ο Αριστείδης Αλαφούζος που είχε
μόλις αποκτήσει την ιστορική εφημερίδα «Καθημερινή», ο Γιώργος Μπόμπολας του
«Εθνους» και ο Βαρδής Βαρδινογιάννης.
Το
μετοχικό της κεφάλαιο ήταν ύψους 5 εκατ. δραχμών, καταβεβλημένο σε μετρητά και
αποτελούνταν από 5.000 ονομαστικές μετοχές, αξίας 1.000 δραχμών εκάστη. Στο
πρώτο διοικητικό συμβούλιο συμμετείχαν ο Χρήστος Λαμπράκης, ο Γιώργος
Μπόμπολας, ο Χρήστος Τεγόπουλος, ο Σταύρος Κίμωνας Τριανταφυλλίδης που εκπροσωπούσε
την πλευρά Βαρδινογιάννη και ο Αριστείδης Αλαφούζος.
Και οι
πέντε είχαν ισόποσα μερίδια, από 20%.
Η μετοχική
σύνθεση δεν άργησε να αλλάξει εξαιτίας εσωτερικών διαφωνιών. Αποχώρησε νωρίς ο
όμιλος Αλαφούζου και πολύ αργότερα ο Τεγόπουλος. Το τελικό σχήμα διοίκησης ήταν
η τριανδρία Βαρδινογιάννης, Μπόμπολας και Ψυχάρης, ως διάδοχος ιδιοκτήτης του
ΔΟΛ.
Η
οικογένεια Βαρδινογιάννη, αν και διατήρησε όλα αυτά τα χρόνια τη συμμετοχή της
στο MEGA, έστησε παράλληλα το 1993 και τη Νέα Τηλεόραση Α.Ε. Το STAR CHANNEL
στόχευε στο νεότερης ηλικίας κοινό.
Ειδικά
μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Βαρδινογιάννη, η οικογένεια άρχισε να μειώνει το
ποσοστό της στο MEGA, με αποτέλεσμα να φτάσει κάποια στιγμή στο 6%.
Το MEGA
μπήκε το 1994 στο Χρηματιστήριο και κατόρθωσε αφενός να αντλήσει επιπλέον
κεφάλαια, αφετέρου να βγει αλώβητο από την περιβόητη φούσκα. Η οικονομική
κρίση, όμως, δεν άφησε τίποτε αλώβητο. Ούτε το Μεγάλο Κανάλι. Την κατάσταση δεν
βοήθησαν οι αλλεπάλληλες τριβές και ενίοτε οι συγκρούσεις των μεγαλομετόχων.
Τα σίριαλ
της ζωής μας
Μέχρι την
εμφάνιση του MEGA οι ελληνικές σειρές ήταν αποκλειστικό προνόμιο της δημόσιας
τηλεόρασης. Το νέο κανάλι λοιπόν μπήκε δυναμικά στην παραγωγή σειρών
αναπτύσσοντας την εγχώρια αγορά. Το «Πατήρ, Υιός και Πνεύμα» ήταν η πρώτη σειρά
που έκανε πρεμιέρα τη δεύτερη μέρα της λειτουργίας του καναλιού.
Προοριζόταν
αρχικά για την ΕΤ1, αλλά λόγω κάποιων προβλημάτων της δημόσιας τηλεόρασης,
κατέληξε στο MEGA.
Επί
δεκαετίες το Mεγάλο Kανάλι μετέδιδε στην prime time ζώνη του σειρές που
εδραίωσαν στο μεγάλο κοινό νέα ταλέντα της σεναριογραφίας, της υποκριτικής και
της σκηνοθεσίας και ανέβασαν το κασέ τους στα ύψη. Οι νέοι καλλιτέχνες βρήκαν
εύφορο έδαφος υιοθετώντας ένα διαφορετικό στυλ σκηνοθεσίας με πολλές κάμερες
και εναλλασσόμενα πλάνα και άλλαξαν για πάντα το μέχρι τότε συμβατικό
τηλεοπτικό χιούμορ.
Οι
«Αυθαίρετοι» είναι η δεύτερη σειρά που έκανε πρεμιέρα στο κανάλι το βράδυ της
τρίτης ημέρας λειτουργίας του. «Λίγο πριν το 1992 και ενώ όλοι οι Ελληνες
αγαπημένοι και μονιασμένοι “εργάζονται πυρετωδώς” για την ενοποίηση της
Ευρώπης, το MEGA CHANNEL έψαξε και βρήκε τους πρωτοπόρους».
Με αυτά τα
λόγια και τη μουσική επένδυση του Ακη Πετρινιώτη, το MEGA στήνει απέναντι στους
τηλεθεατές του έναν καθρέφτη. Σουρεαλιστικό μεν, καθρέφτη δε. Ακόμα και σήμερα
πολλοί υποστηρίζουν ότι πρόκειται για την καλύτερη μεταφορά του ελληνικού DNA
στην τηλεόραση.
Πρόκειται
για την πρώτη σειρά που υπηρετεί το δύσκολο είδος της μαύρης κωμωδίας και
απεικονίζει τη συνύπαρξη των Ελλήνων με τις ευρωπαϊκές χώρες. Ο «κοντός»
Χρήστος Βαλαβανίδης, ο «χασοδίκης» Δημήτρης Πουλικάκος, η υστερική Ζανέτ και η
Σουλάρα χαρίζουν αξέχαστες στιγμές τηλεοπτικής τρέλας.
Οι «Τρεις
Χάριτες» είναι μία ακόμα κωμική σειρά που ταυτίστηκε με την ιστορία του Mεγάλου
Kαναλιού. Προβλήθηκε στο δεύτερο μισό της πρώτης χρονιάς κερδίζοντας μεγάλη
απήχηση. Πέτυχε τα πρώτα πολύ υψηλά νούμερα τηλεθέασης.
Η σειρά
περιέγραφε την καθημερινότητα τριών αδελφών οι οποίες αποφάσισαν να
συγκατοικήσουν στο ίδιο σπίτι. Εκτός από το γεγονός ότι έφερε τους ηθοποιούς
του νέου θεάτρου στη μικρή οθόνη, ανέδειξε το σεναριακό ταλέντο των Μιχάλη
Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου.
Aπό την
παρακαταθήκη που αφήνει το MEGA δεν θα μπορούσε να λείπει «Το Ρετιρέ», η σειρά
που σχεδόν ταυτίστηκε με το καλοκαίρι του μέσου Ελληνα, λόγω των ετήσιων επαναπροβολών
της, ειδικά μετά το 2000. Παρά το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη
θέρμη από τους τηλεκριτικούς, η σειρά που είχε τη βαριά υπογραφή του Γιάννη
Δαλιανίδη αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους τηλεθεατές.
Ηθογραφική
και σατιρική, περιέγραφε τη μικροαστική ελληνική κοινωνία που επιχειρεί να
προσαρμοστεί ευρισκόμενη τότε στο μεταίχμιο του νέου αιώνα.
Καμία
σειρά, όμως, δεν ταυτίστηκε με το συγκεκριμένο κανάλι όσο οι «Απαράδεκτοι», που
ανέδειξαν το συγγραφικό ταλέντο της Δήμητρας Παπαδοπούλου και μια φουρνιά
πρωτοεμφανιζόμενων ηθοποιών που σήμερα θεωρούνται κορυφαίοι στο είδος τους. Η
απαράδεκτη τετραμελής παρέα μπήκε στα σαλόνια της συντριπτικής πλειονότητας των
Ελλήνων για δύο σεζόν (1991-1993).
Ακόμα και
σήμερα έχει μείνει η κλασική ατάκα του Σπύρου Παπαδόπουλου κοιτάζοντας στην
κάμερα «Τι έγινε ρε παιδιά…;» ή «Εγώ πέρασα και ένα Πολυτεχνείο».
Πρόκειται
για την πρώτη φορά που ένας ανοιχτά ομοφυλόφιλος χαρακτήρας έκανε την εμφάνισή
του στη μικρή οθόνη. Η σειρά παραμένει σημείο αναφοράς όχι μόνο γιατί ήταν μια
επιτυχημένη προσπάθεια, αλλά γιατί μετά από 25 χρόνια οι πραγματικά καλές
κωμωδίες στην ελληνική τηλεόραση μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών.
Οι
«Φρουροί της Αχαΐας» ήταν από τις πιο ακριβές μέχρι τότε τηλεοπτικές παραγωγές.
Καθήλωσε τους τηλεθεατές το 1992, μετατρέποντας τη Μιμή Ντενίση και τον Στράτο
Τζώρτζογλου στους απόλυτους πρωταγωνιστές.
Η
«Αναστασία» θεωρήθηκε τηλεοπτικό φαινόμενο. Εκτός του ότι η τηλεθέαση που
σημείωνε εκείνη την εποχή ξεπερνούσε το 50%-70%, η σειρά έγινε talk of the town
και απασχόλησε ακόμη και αμιγώς πολιτικές-ενημερωτικές εκπομπές όπως το
«Ενώπιος Ενωπίω» του Νίκου Χατζηνικολάου.
Η
πρωταγωνίστρια Μυρτώ Αλικάκη είχε παράλληλη σχέση με τον πατέρα και τον γιο,
γεγονός που σόκαρε, αλλά και μάγεψε το τηλεοπτικό κοινό ανεβάζοντας τις μετοχές
της σεναριογράφου Μιρέλλας Παπαοικονόμου στα ύψη. Θα διαλέξει τον πατέρα ή τον
γιο;
Η Μυρτώ
Αλικάκη στον ρόλο της Αναστασίας έγραψε τηλεοπτική ιστορία και οι Ελληνες δεν
είδαν ποτέ πια με τον ίδιο τρόπο τα ερωτικά τρίγωνα. Οι νεαρές Ελληνίδες έβαλαν
σκουλαρίκι στη μύτη και υιοθέτησαν τα καπέλα για να τιμήσουν την
πρωτοεμφανιζόμενη τηλεοπτικά Μυρτώ!
Το «Δις
Εξαμαρτείν» ήταν το δεύτερο «χτύπημα» του σεναριογραφικού διδύμου Ρέππα –
Παπαθανασίου μετά τις «Τρεις Χάριτες». Η σειρά σημείωσε επιτυχία, καθώς ήταν η
πρώτη που επιχείρησε να μεταφέρει στη μικρή οθόνη την κατάσταση που επικρατούσε
πίσω από τις κάμερες της ελληνικής τηλεόρασης.
Μπορεί
κανείς να μην παραδεχόταν εκείνη την εποχή ότι απολάμβανε να παρακολουθεί το
«Λαβ Σόρρυ», αλλά η κωμική σειρά που προβλήθηκε το 1994 τρέλανε τα μηχανάκια
της AGB. Για την ακρίβεια, εγκαινίασε ένα νέο είδος κωμικο-αισθηματικού trash.
Ποιος δεν θυμάται, άλλωστε, τον Σάκη τον υδραυλικό;
Το
«Ντόλτσε Βίτα», μια κωμική σειρά 70 επεισοδίων που άρχισε να προβάλλεται το
1995, συμπεριλαμβάνεται στις αθάνατες σειρές. Ηταν, όμως, μόνο ένα πρώτο δείγμα
του τι θα ακολουθούσε. Λίγα χρόνια αργότερα οι δημιουργοί της Αλέξανδρος Ρήγας
και Δημήτρης Αποστόλου παρουσίασαν τους «Δύο Ξένους», χαρίζοντας στο ελληνικό
κοινό την Ντένη Μαρκορά, έναν χαρακτήρα που ζει ως σήμερα μέσα από τις ατάκες
της.
Την ίδια
χρονιά οι «Ψίθυροι Καρδιάς» πέφτουν σαν βόμβα μεγατόνων στο τηλεοπτικό τοπίο. Η
αισθηματική σειρά έφερε την υπογραφή του Μανούσου Μανουσάκη και εξιστορούσε τον
αταίριαστο έρωτα ενός «μπαλαμού» αρχιτέκτονα με μια Ρομά. Από τα πρώτα ακόμη
επεισόδια έσπασε το ρεκόρ τηλεθέασης στην ιστορία της ιδιωτικής τηλεόρασης,
αφού ένα από αυτά που προβλήθηκαν τον Φλεβάρη του 1998 άγγιξε το 76,7%!
Η
πολυαναμενόμενη επιστροφή της Δήμητρας Παπαδοπούλου μετά τους «Απαράδεκτους» με
το «Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς» δικαίωσε τις προσδοκίες. Η καθημερινή ζωή ενός τυπικού
ελληνικού ζευγαριού της πόλης, του Θοδωρή (Θοδωρής Αθερίδης) και της Δήμητρας
(Δήμητρα Παπαδοπούλου), σε όλες τις εκφάνσεις του, τη σχέση, τους τσακωμούς, τα
άγχη και τις φοβίες του, γοήτευσε το κοινό. Η ατάκα «εγώ πότε θα γίνω μάνα;»
πέρασε στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης.
Το «Είσαι
το ταίρι μου», μια ρομαντική κομεντί του 2002, απέδειξε ότι και οι πληθωρικές
γυναίκες έχουν πέραση, ενώ μετέτρεψε τη Βίκυ Σταυροπούλου, την Κατερίνα Λέχου
και τον Αλέξη Γεωργούλη σε πρωτοκλασάτους πρωταγωνιστές.
Δεν θα
μπορούσε κανείς να παραβλέψει το «Παρά Πέντε», τη μεγάλη επιτυχία του Γιώργου
Καπουτζίδη, που έκανε τα μηχανάκια της AGB να χτυπήσουν κόκκινο. Η σειρά είχε
χαρακτηριστεί μυστηρίου και περιπέτειας, αλλά είχε και πολλά κωμικά στοιχεία.
Ηταν ιδιαίτερα καινοτόμα παραγωγή για την ελληνική τηλεόραση, αφού δεν είχε
ξανά υπάρξει άλλη που να μπορεί να παντρεύει με τόση αρμονία και μαεστρία την
κωμωδία με το δράμα.
Εξίσου
ξεχωριστή ήταν και η τελευταία επιτυχία του MEGA, αυτή την οποία χαρακτηρίζουν
πολλοί το κύκνειο άσμα του. Το «Κάτω Παρτάλι» κέρδισε εκατομμύρια θαυμαστές με
το εμπνευσμένο σενάριο, τους ακραίους διαλόγους και τους σουρεαλιστικούς
χαρακτήρες του.
Ιδιαίτερο
κεφάλαιο για τις σειρές μυθοπλασίας αποτελεί ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, οι
σειρές του οποίου αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερο είδος που πολέμιοι και θαυμαστές
ονόμασαν «Παπακαλιατιάδα». Το τηλεοπτικό ντεμπούτο του έγινε το 1999, όταν ο
ίδιος ήταν μόλις 24 ετών. «Η ζωή μας μια βόλτα» στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία
και δημιούργησε τηλεοπτική σχολή.
Ερωτικά
θρίλερ, ανατροπές, ερωτικές προδοσίες και τραβηγμένες από τα μαλλιά συμπτώσεις
αποτελούν τη συνταγή επιτυχίας. Χωρίς αμφιβολία, ο Παπακαλιάτης την κατέχει
καλά. Γι’ αυτό και είδε τις δουλειές του να γίνονται εθιστικές για όλους τους
εφήβους ανά την ελληνική επικράτεια.
Πηγή:
fimes.gr