Η ιστορία πίσω από τη θρυλική ταινία, το παρελθόν της δημιουργού και η ψυχολογική βία που υπέστη η πρωταγωνίστρια
Το 1978, πριν από τις «50 Αποχρώσεις του Γκρι», οι
«νοικοκυρές σε απόγνωση» συνήθιζαν να διαβάζουν ένα άλλο «πονηρό»
βιβλίο. Ο τίτλος του ήταν «9 ½ Εβδομάδες» και περιέγραφε το σύντομη,
αλλά παθιασμένη σαδομαζοχιστική σχέση μιας γυναίκας με έναν μυστηριώδη
άντρα.
Ήταν βασισμένο στις πραγματικές εμπειρίες της συγγραφέως,
που για να αποκρύψει την ταυτότητά της, χρησιμοποίησε το όνομα
«Ελίζαμπεθ Μακνίλ». Το πραγματικό της όνομα αποκαλύφθηκε πρώτη φορά το
1983, στο βιβλίο «Hype» του Στίβεν Άρονσον, στο οποίο ανέλυε τον τρόπο
με τον οποίο δημόσια πρόσωπα μεταμορφώνονται για να ικανοποιήσουν τις
ανάγκες της αγοράς.
Η «Ελίζαμπεθ Μακνίλ» ήταν η 38χρονη Αυστριακή, Ίνγκεμποργκ Ντέι.
Γεννήθηκε στην πόλη Γκρατζ το 1940. Η Ντέι θυμόταν τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο σαν όνειρο, αλλά όχι και η οικογένειά της. Ο πατέρας της, Έρνεστ
Σάιλερ, ήταν αστυνομικός και είχε υπηρετήσει στους SS. Για να τον
δικαιολογήσει, η Ντέι έλεγε πάντα ότι όλοι οι αστυνομικοί της Αυστρίας
έγιναν αυτομάτως μέλη των Ναζί. Το 1957 η Ντέι ταξίδεψε για πρώτη φορά
στις Η.Π.Α. όπου γνώρισε και παντρεύτηκε τον Ντένις Ντέι, που επρόκειτο
να γίνει ιερέας. Απέκτησαν δύο παιδιά, αλλά η Ντέι δεν ήταν
ικανοποιημένη με την επαρχιακή τους ζωή.
Τον εγκατέλειψε και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου έπιασε
δουλειά στο φεμινιστικό περιοδικό, Ms. Magazine. Ενώ δούλευε εκεί
γνώρισε τον άντρα που την ενέπνευσε για να γράψει το βιβλίο της. Η Ντέι
δεν αποκάλυψε ποτέ το όνομά του, ούτε μίλησε ανοιχτά για την εμπειρία
της. Άφησε στον αναγνώστη να κρίνει ποια γεγονότα του βιβλίου είναι
φανταστικά και ποια πραγματικά. Το 1980, η Ντέι έγραψε και δεύτερο
βιβλίο, το «Ghost Waltz» όπου αποκαλύπτει το ναζιστικό παρελθόν της
οικογένειάς της. Αυτή τη φορά χρησιμοποίησε το πραγματικό της όνομα. Η
Ντέι αυτοκτόνησε στις 28 Μαΐου του 2011 και τέσσερις μέρες αργότερα,
πέθανε από φυσικά αίτια ο σύζυγός της.
Το τραγούδι του στριπτίζ Τα γυρίσματα της ταινίας
ολοκληρώθηκαν το 1984, αλλά κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους δύο χρόνια
αργότερα. Ήταν μια εισπρακτική αποτυχία στην Αμερική, αλλά οι Ευρωπαίοι
τη λάτρεψαν. Οι πρωταγωνιστές, Κιμ Μπάσιντζερ και Μίκι Ρουρκ, έγιναν
γνωστοί σε όλο τον κόσμο, αλλά το πιο αναγνωρίσιμο στοιχείο της ταινίας
ήταν το τραγούδι «You Can Leave Your Hat On». Το τραγούδι έγραψε το 1972
ο Ράντι Νιούμαν, αλλά η έκδοση που γνωρίζουν όλοι είναι με την ερμηνεία
του Τζο Κόκερ. Επένδυσε μουσικά τη σκηνή που η Κιμ Μπάσιντζερ κάνει
στριπτίζ και έκτοτε έχει συνδεθεί με τη συγκεκριμένη πράξη.
Τα βασανιστήρια της Κιμ Μπάσιντζερ
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Άντριαν Λιν,
διπλασίασε τον προϋπολογισμό της ταινίας για να γυρίσει τις σκηνές με
χρονική σειρά. Ήθελε η κατάρρευση της Κιμ Μπάσιντζερ να ακολουθήσει την
ψυχολογική κατάρρευση του χαρακτήρα που υποδυόταν στην ταινία. Και για
να είναι ακόμα πιο σίγουρος για την αυθεντικότητα της ερμηνείας,
αποφάσισε να φερθεί στην ηθοποιό με τον χείριστο τρόπο. Δεν τις έδινε
καμία οδηγία, έτσι ώστε το παίξιμό της να είναι μια φυσική αντίδραση
στις πράξεις του Μίκι Ρουρκ. Όταν έπρεπε να προσποιηθεί τη θυμωμένη, ο
σκηνοθέτης της φώναζε μέχρι να την εξαγριώσει πραγματικά.
Ο Λιν δεν επέτρεπε στους δύο ηθοποιούς να μιλάνε εκτός των
γυρισμάτων για να μην γνωριστούν καλύτερα και χαθεί η «χημεία» τους.
Υποστήριζε ότι η Μπάσιντζερ έπρεπε να αντιμετωπίζει τον Ρουρκ με φόβο,
όπως και ο χαρακτήρας που υποδυόταν στην ταινία.
Σε μία σκηνή που κόπηκε από την ταινία, η Μπάσιντζερ
ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει μαζί με τον εραστή της και έπρεπε να δείχνει
ταραγμένη και έτοιμη να καταρρεύσει. Ο σκηνοθέτης ζήτησε τη βοήθεια του
Μίκι Ρουρκ για να δημιουργήσουν το κατάλληλο κλίμα στο γύρισμα. Ο Ρουρκ
την τράβηξε δυνατά απ’ το χέρι και δεν την άφηνε, ακόμα και όταν άρχισε
να τον παρακαλάει. Η Μπάσιντζερ τον χαστούκισε και ο Ρουρκ ανταπέδωσε
το χτύπημα. Όταν πια η ηθοποιός έκλαιγε με λυγμούς, ο σκηνοθέτης ζήτησε
να ξεκινήσουν να τραβάνε οι κάμερες. «Η Κιμ είναι σαν παιδί. Είναι αθώα
κι αυτή είναι η γοητεία της. Λειτουργεί με το ένστικτο. Έπρεπε να γίνει
αυτή η γυναίκα για 10 εβδομάδες, όχι απλά να την υποδυθεί. Δεν είναι μια
διανοούμενη, δεν διαβάζει βιβλία. Δεν υποκρίνεται στην ταινία, αλλά
αντιδρά», δήλωσε ο σκηνοθέτης.
Οι μπελάδες της Μπάσιντζερ ξεκίνησαν ήδη από την οντισιόν,
όταν ο Λιν, της έβαλε να παίξει μια σκηνή που ικετεύει τον Ρουρκ να της
δώσει χρήματα. Η σκηνή τελικά κόπηκε από την ταινία, γιατί θεωρήθηκε
πολύ σκληρή για τους θεατές. Η Μπάσιντζερ σιχαινόταν τη σκηνή και όταν
έφυγε από την οντισιόν ήταν ένα ράκος. Αρνήθηκε να συμμετέχει στην
ταινία και ο σκηνοθέτης την κυνηγούσε για εβδομάδες. Τελικά την έπεισε
και η Μπάσιντζερ θεώρησε ότι ήταν μια μεγάλη πρόκληση για την καριέρα
της. «Αν σταματούσα για να αμφισβητήσω αυτό που έκανε, αν δεν
εμπιστευόμουν τον Άντριαν, θα είχα καταστραφεί ψυχολογικά», σχολίασε
μετά το τέλος των γυρισμάτων.