Οι «τριετίες» στον κατώτατο μισθό και το ημερομίσθιο αποτελούν αυξήσεις αμοιβών που έχουν σχέση με την προϋπηρεσία των εργαζομένων σε οποιονδήποτε εργοδότηΙΝΤΙΜΕ
«Πράσινο φως» για την επαναφορά του επιδόματος προϋπηρεσίας, γνωστό και ως «τριετίες», το οποίο ήταν «παγωμένο» από το 2012, «άναψε» με απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Το Δ' Τμήμα του ΣτΕ με πρόεδρο την Αικατερίνη Χριστοφορίδου και εισηγήτρια τη σύμβουλο Επικρατείας Μαρίνα Παπαδοπούλου) απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) καθώς και άλλων περιφερειακών εργοδοτικών Ενώσεων, που ζητούσαν να ακυρωθεί η εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας της 18ης Φεβρουαρίου 2019, με την οποία παρέχονταν οδηγίες για την εφαρμογή του νέου κατώτατου μισθού των 586 ευρώ, του ημερομισθίου των 22,83 ευρώ και την καταβολή «τριετιών» στους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες της χώρας.
Συγκεκριμένα, οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν ότι η εν λόγω εγκύκλιος «δεν είναι εκτελεστή διότι έχει χαρακτήρα ερμηνευτικής εγκυκλίου», παρέχοντας υποδείξεις για την ορθή εφαρμογή και συμμόρφωση του ισχύοντος νομικού πλαισίου, οι οποίες «δεν είναι καθ' εαυτές δεσμευτικές για τους αποδέκτες και δεν αποτελούν νομική δέσμευση γι' αυτούς».
Συνεπώς, σύμφωνα με το ΣτΕ οι εργοδότες «μπορούν να μη συμμορφωθούν (σ.σ.: στο περιεχόμενο της εγκυκλίου) αναλαμβάνοντας όμως την ευθύνη για τις προβλεπόμενες τυχόν από το νόμο κυρώσεις, στην περίπτωση που οι ενέργειες τους δεν θα είναι πράγματι νόμιμες».
Οι «τριετίες» στον κατώτατο μισθό και το ημερομίσθιο αποτελούν αυξήσεις αμοιβών που έχουν σχέση με την προϋπηρεσία των εργαζομένων σε οποιονδήποτε εργοδότη. Το επίδομα προϋπηρεσίας, («τριετίες»), ισούται με 10% επί του κατώτατου μισθού και μπορούν να καταβληθούν έως τρεις τριετίες κατ' ανώτατο όριο.
Οι προσφεύγοντες, δηλαδή η πλευρά των εργοδοτών, υποστήριζε ότι οι «τριετίες» στις κατώτατες αμοιβές έχουν καταργηθεί, και πως η επίμαχη εγκύκλιος διευκρινίζει ότι οι «τριετίες» πρέπει να συνεχίσουν να καταβάλλονται. Μάλιστα η εργοδοτική πλευρά επικαλέστηκε οικονομική επιβάρυνση από τον καθορισμό των αποδοχών των εργαζομένων, οι οποίες θα προσαυξάνονταν ανάλογα με την προϋπηρεσία (τριετίες) του κάθε εργαζόμενου.
Στον αντίποδα η ΓΣΕΕ, η Ομοσπονδία Συλλόγων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων, το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Αθήνας και το υπουργείο Εργασίας υποστήριζαν ότι η εγκύκλιος είναι γνήσια ερμηνευτική και για τον λόγο αυτό απαραδέκτως προσβάλλεται ενώπιον του ΣτΕ με αίτηση ακύρωσης, και ότι οι «τριετίες» ορθώς συνεχίζουν και καταβάλλονται στους εργαζομένους που τις δικαιούνται, καθώς από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ρητά ή σιωπηρά η κατάργησή τους.