Η Κλινική Μπρουγκμάν είναι η νοσοκομειακή πολιτεία του Βελγίου. Των Βρυξελλών συγκεκριμένα. Επείγοντα περιστατικά, καρδιολογική μονάδα, μονάδα ραδιοϊσοτόπων, ορθοπεδική, ερευνητικά εργαστήρια και ανάμεσα στα δεκάδες κτίρια της πολιτείας, η γεροντολογική μονάδα.
Η γεροντολογία είναι ένα παρακλάδι της παθολογίας, το οποίο κανένας ή τουλάχιστον ελάχιστοι ασθενείς στην Ελλάδα γνωρίζουν. Ο γεροντολόγος χαρτογραφεί το ανθρώπινο σώμα, εντοπίζει την πάθηση ενός ηλικιωμένου και συμβουλεύει ή επεμβαίνει όταν χρειάζεται για τη θεραπεία του.
Ο Ευστράτιος Τσελεπίδης ασκεί ακριβώς αυτή την ειδικότητα στο συγκεκριμένο νοσοκομείο. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια πανεπιστημιακά νοσοκομεία των Βρυξελλών. Ο ίδιος εξειδικεύτηκε σε μία από σπανιότερες ειδικότητες της ιατρικής επιστήμης, όντας μετανάστης δεύτερης γενιάς στις Βρυξέλλες όπου ζει τα τελευταία 55 χρόνια, όταν η οικογένειά του εγκατέλειψε τις Σέρρες.
Η οικογένεια Τσεπελίδη ακολούθησε το μεταναστευτικό ρεύμα της εποχής εκείνης, δεδομένου ότι δεν αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, όπως ο ίδιος παραδέχεται.
Στις Βρυξέλλες δεν υπάρχει φακελάκι.
Τουλάχιστον στις περισσότερες των περιπτώσεων. Ο γιατρός αρκείται στα χρήματα που του δίνει το κράτος, με το οποίο έχει υπογράψει ατομική σύμβαση συνεργασίας. Αν μπορούσα να συγκρίνω την εικόνα που υπερισχύει στο Βέλγιο, σε αντίθεση με την Ελλάδα, θα έλεγα ότι το μεγαλύτερο μειονέκτημα των γιατρών στην πατρίδα μου είναι το γεγονός ότι δεν αμείβονται καλά. Είναι αδύνατον ένας καθηγητής πανεπιστημίου να πληρώνεται με 1.500, το πολύ 1.700 ευρώ το μήνα. Είναι αδιανόητο ένας γιατρός να λαμβάνει μηνιαίες αποδοχές που φτάνουν τα 1.000 έως και 1.200 ευρώ», λέει με έμφαση ο Ευστράτιος Τσελεπίδης.
«Δεν είναι ότι στο Βέλγιο δεν υπήρχε φακελάκι. Θυμάμαι για παράδειγμα πως όταν είχα αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο ήμουν απλήρωτος. Ήταν σαν να συνέχιζα να είμαι φοιτητής και βρισκόμουν σε αναμονή για την ειδικότητά μου, εργαζόμουν κανονικά στο νοσοκομείο. Μία τέτοια κατάσταση ανάγκαζε πολύ συχνά τους γιατρούς να δέχονται φακελάκια και εδώ στις Βρυξέλλες. Με τα χρόνια όμως, το φαινόμενο στο σύνολό του εξαλείφθηκε», συμπληρώνει.
«Ο μισθός που μου δίνει το κράτος είναι 12.500 ευρώ το μήνα»
«Αυτή τη στιγμή ο μισθός μου ως υποδιευθυντής της κλινικής είναι 12.500 ευρώ το μήνα. Παλαιότερα δούλευα ως διευθυντής σε άλλη κλινική με μισθό 20.000 ευρώ. Πλέον όμως είμαι συνταξιούχος και δεν επιτρέπεται από το νόμο να κατέχω τη θέση του διευθυντή. Δεδομένου λοιπόν ότι υπάρχουν ελλείψεις σε γιατρούς, οι υπεύθυνοι του νοσοκομείου μου ζήτησαν να ξαναεργαστώ εδώ. Μέχρι σήμερα περισσότεροι από 500.000 βέλγοι ηλικιωμένοι έχουν περάσει από τα χέρια του. Με γνωρίζει σχεδόν ολόκληρο το Βέλγιο», λέει με χαμόγελο. Όταν αποφάσισε να βγει στη σύνταξη πριν από μερικούς μήνες άνοιξαν διαδοχικά όλες οι επαγγελματικές πόρτες. Όπως λέει 19 νοσοκομεία του ζήτησαν να συνεργαστεί μαζί τους. «Κι όλα αυτά ενώ δεν είχα ειδοποιήσει κανέναν ότι συνταξιοδοτούμαι».
Μισθός και σύνταξη παράλληλα
Σε αυτή την περίπτωση η βελγική νομοθεσία ορίζει ότι ένας εργαζόμενος, ο οποίος βγαίνει στη σύνταξη, μπορεί να επανέλθει ως εργαζόμενος, λαμβάνοντας το μισθό του κανονικά παράλληλα με τη σύνταξή του, πληρώνοντας ασφαλιστικές εισφορές και αναλογούντες φόρους στο κράτος.
«Δεν μπορούσα να σταματήσω την ιατρική και να πηγαίνω για ψάρεμα. Η συγκεκριμένη δουλειά δεν είναι μόνο συνήθεια αλλά και αγάπη. Άλλωστε στην οικογένειά μου η ιατρική είναι πάθος. Ο γιος μου είναι πλαστικός χειρουργός και η κόρη μου γυναικολόγος».
Η πρόταση να αναλάβει διευθυντής στο ΙΚΑ
Αρκετά χρόνια νωρίτερα το ελληνικό δημόσιο του είχε προτείνει να επιστρέψει ως επικεφαλής ενός από τα κεντρικά υποκαταστήματα του ΙΚΑ των Αθηνών.
«Το 1992 μου ζήτησαν να πάω να δουλέψω ως διευθυντής στο ΙΚΑ. Ο μισθός που μου πρόσφεραν ήταν 86.000 δραχμές. Όταν προσπάθησα να νοικιάσω ένα διαμέρισμα 50 τετραγωνικών διαπίστωσα ότι θα έπρεπε εκτός από το μισθό μου, να συμπληρώσω χρήματα από την τσέπη μου. Το ύψος του ενοικίου; 90.000 δραχμές!»
Δουλειά ως δημόσιος υπάλληλος και ιδιώτης ταυτόχρονα
Μεταξύ άλλων η νομοθεσία του Βελγίου δίνει τη δυνατότητα σε ένα γιατρό να δουλέψει τόσο στο δημόσιο, διατηρώντας παράλληλα το ιδιωτικό του ιατρείο. «Εάν κάποιος επαγγελματίας το επιθυμεί να εργαστεί τη μισή ημέρα σε νοσοκομείο υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης και την υπόλοιπη στο ιατρείο του, είναι ελεύθερος να το κάνει. Οι περισσότεροι πάντως είτε δουλεύουν ως υπάλληλοι, είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο να ασκεί κάποιος και ελεύθερο επάγγελμα αλλά να είναι ταυτόχρονα και δημόσιος υπάλληλος», εξηγεί ο κύριος Τσεπελίδης.
Στα ανθρώπινα…
Η κουβέντα γυρίζει στα ανθρώπινα. Σε αυτό που πολλοί πιστεύουν ότι οι γιατροί δεν επηρεάζονται ψυχολογικά από την κατάσταση ή το θάνατο ενός ασθενή τους. «Νιώθουμε τον ανθρώπινο πόνο, αλλά δεν το δείχνουμε», απαντά ο γιατρός.
«Αν μπορούσαν να πατήσουν τους ηλικιωμένους με το αυτοκίνητο, θα το έκαναν»
«Διάλεξα τη συγκεκριμένη ειδικότητα, βλέποντας ότι οι Βέλγοι συμπεριφέρονταν άσχημα στους ηλικιωμένους. Αν μπορούσαν να τους πατήσουν με το αυτοκίνητο, περνώντας από πάνω τους, θα το έκαναν. Θυμάμαι ένα ζευγαράκι ηλικιωμένων. Δεν είχαν παιδιά και ζούσαν πολύ φτωχικά, πουλώντας παλιά ρούχα ή άλλα αντικείμενα σε παζάρια. Το χειμώνα ζεσταίνονταν με μία σόμπα που έκαιγε κάρβουνο και έτρωγαν από ένα πράσο ο καθένας. Κάποια στιγμή τους προέτρεψα να απευθυνθούν σε μία μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων. Σε αυτή την περίπτωση το κράτος τους παρέχει διαμέρισμα και χρηματική ενίσχυση για να μπορούν να τα βγάζουν πέρα. «Αποκλείεται», αρνήθηκαν εκείνοι. «Δεν μπορεί να δώσει σ’ εμάς το κράτος χρήματα, από τη στιγμή που είμαστε τόσο φτωχοί. Κι αν μας τα δώσουν μπορεί στη συνέχεια να μας τα ζητήσουν πίσω. Φανταστείτε ότι κάλεσα την πρόνοια να τους βοηθήσει, κι εκείνοι αρνήθηκαν. Προτίμησαν να πεθάνουν φτωχοί».
Ο ίδιος επισκέπτεται τη Ελλάδα έρχεται όταν βρίσκει χρόνο. Περιμένει τη στιγμή που θα βγει στη σύνταξη και η γυναίκα του. Να πηγαίνουν στο χωριό του, την Πεπονιά για 3 και 4 μήνες το χρόνο. «Το μόνο που δεν μου αρέσει στην Ελλάδα είναι η ζήλια που τρέφουν κάποιοι για τα άτομα που ζουν και προοδεύουν στο εξωτερικό», εκφράζει το παράπονό του.
Για τους συγχωριανούς του ο Ευστράτιος Τσελεπίδης είναι ο «γιατρός». «Γιατρέ!», ο ένας, «γιατρέ!», ο άλλος, φωνάζουν μόλις τον βλέπουν να περνάει την είσοδο του χωριού. Εκείνος είναι πάντα πρόθυμος να προσφέρει τις ιατρικές του υπηρεσίες σε όποιον τις χρειαστεί, ενώ οι χωριανοί του το ανταποδίδουν: «Όλοι έρχονται με κάτι στο χέρι. Ελιές, αυγά, τυρί. Ποτέ δεν θα μου ζητήσουν κάτι με άδεια τα χέρια. Λένε ότι δεν εμπιστεύονται τις ιατρικές υπηρεσίες στην Ελλάδα.
Είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν από την τσέπη τους για να τύχουν καλύτερης ιατρικής περίθαλψης. Σε αντίθεση με τις Βρυξέλλες. Δεν χρειάζεται ρουσφέτι, ούτε φακελάκι για να έχει κάποιος έναν καλό γιατρό. Αρκεί η δημόσια ασφάλιση. Το ίδιο ισχύει και για τους ίδιους τους γιατρούς. Εάν αξίζουν, η προσφορά στην επιστήμη τους αναγνωρίζεται».
Εάν μπείτε σε μία τυπική πτέρυγα δημόσιου νοσοκομείου στις Βρυξέλλες, δεν θα δείτε ράντζα. Το κάθε δωμάτιο φιλοξενεί το πολύ δύο κρεβάτια. Και δύο τηλεοράσεις, δύο νιπτήρες, έναν για κάθε ασθενή. Την τηλεόραση δεν τη νοικιάσετε στον επιπλέον εξοπλισμό ενός δωματίου. Προϋπόθεση να ανήκετε στο ανθρώπινο είδος. Για όλα τα υπόλοιπα έχει φροντίσει το κράτος.
[nbst]