Σε ισόβια κάθειρξη και επιπλέον κάθειρξη 21 ετών καταδικάστηκε ο 60χρονος μητροκτόνος από το Ξηροχώρι Θεσσαλονίκης, ο οποίος όχι μόνο σκότωσε την κατάκοιτη και τυφλή μητέρα του, επειδή είχε «κουραστεί να τη φροντίζει», αλλά τη βίαζε κατ’ επανάληψη όσο ήταν εν ζωή.
Το αποτρόπαιο έγκλημα σημειώθηκε τον Ιούλιο του 2022, όταν ο αδερφός του 60χρονου μητροκτόνου εντόπισε νεκρή την 84χρονη μητέρα του μέσα στο σπίτι που έμεναν στο Ξηροχώρι Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τα ιατροδικαστικά ευρήματα στη σορό της ηλικιωμένης, ο γιος της τη βίαζε κατ’ επανάληψη και εν τέλει τη σκότωσε.
Ειδικότερα, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης, ενώπιον του οποίου παραπέμφθηκε να δικαστεί ο 60χρονος, τον έκρινε ένοχο για ανθρωποκτονία με πρόθεση, βιασμό, σωματική βλάβη σε βάρος αδύναμου προσώπου, ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη και γενετήσιες πράξεις μεταξύ συγγενών, χωρίς να του αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό.
Το χρονικό του αποτρόπαιου εγκλήματος
Αξιολογώντας το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και τις μαρτυρικές καταθέσεις, η εισαγγελέας της έδρας Αργυρή Κοτίνα ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος ασκούσε ενδοοικογενειακή βία, χτυπώντας βάναυσα τον αδελφό και την μητέρα του.
Την τελευταία «τη βίαζε μέχρι τον θάνατό της» παρότι είχε καταστεί τυφλή και ανάπηρη. «Την είχε ως οικόσιτο ζώο», επισήμανε η εισαγγελική λειτουργός κατά την αγόρευσή της.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, το άγριο έγκλημα έγινε, όταν η 84χρονη τον φώναξε να τη βοηθήσει. Τότε εκείνος νευρίασε και τη σκότωσε. «Τη στραγγάλισε, τη χτύπησε με μπουκάλι, την ποδοπάτησε», τόνισε η εισαγγελέας, περιγράφοντας τον τρόπο δολοφονίας.
Μάλιστα, την επόμενη μέρα, ο δράστης έσπευσε να τη θάψει χωρίς την εμπλοκή γραφείου τελετών, αναζητώντας ιερέα από τον διπλανό οικισμό, σε μία προσπάθεια να συγκαλύψει το έγκλημά του. Απείλησε, μάλιστα, τον αδελφό του ότι θα έχει την ίδια τύχη με την μητέρα τους, εάν τον καταγγείλει στην αστυνομία.
Η σύλληψη και η απολογία του δράστη
Άτομα του περιβάλλοντος των δύο αδελφών ενημέρωσαν τελικά την αστυνομία και ο 60χρονος συνελήφθη, ομολογώντας την πράξη του, την οποία δικαιολόγησε λέγοντας «με είχε κουράσει να την φροντίζω, δεν άντεχα άλλο». Από την ιατροδικαστική εξέταση που ακολούθησε προέκυψε ότι η άτυχη ηλικιωμένη έφερε σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης τα οποία προσδιορίζονταν χρονικά λίγο καιρό πριν τη δολοφονία της.
Στην απολογία του, ο κατηγορούμενος, με ιστορικό ψυχικής ασθένειας και εξάρτησης από αλκοόλ, αποδέχθηκε ότι σκότωσε τη μητέρα του, αλλά αρνήθηκε ότι είχε σεξουαλικές επαφές μαζί της.
«Έπινα αλκοόλ, δεν είχα εργασία. Ήμουν σε άθλια κατάσταση. Δεν κατάλαβα πώς έγινε το κακό. Η μητέρα μου δεν ήθελε να πάει στο ίδρυμα. Συνέχεια με φώναζε να την ταΐσω. Εγώ τη φρόντιζα, την έτρεχα στα νοσοκομεία. Ο αδελφός μου δεν βοηθούσε. Λυπάμαι γι’ αυτό που έγινε, ζητώ συγγνώμη. Την επόμενη μέρα αντιλήφθηκα τι έκανα», είπε και ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν υπό την επήρεια μέθης.
Δεν έπεισε όμως τους δικαστές, τακτικούς και ενόρκους, που τον έκριναν ένοχο για το σύνολο των πράξεων που του αποδίδονταν, κάνοντας δεκτή την προηγούμενη εισαγγελική πρόταση. Μετά την ετυμηγορία του δικαστηρίου, ο 60χρονος επέστρεψε στις φυλακές.