Η
πόλη Νάσβιλ στο Τενεσί,
παλαιότερα ονομαζόταν «Αθήνα
της Δύσης»
εξαιτίας του μεγάλου αριθμού πανεπιστημίων
που υπήρχαν στην περιοχή.
Οταν
οι Ηνωμένες Πολιτείες απλώθηκαν προς
τα δυτικά, η πόλη μετονομάστηκε σε «Αθήνα
του Νότου».
Το
1895 είχε προγραμματιστεί ο εορτασμός
για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του
Τενεσί, που θα συνοδευόταν παράλληλα
από μία έκθεση.
Τότε
υπήρξε η σκέψη της ανακατασκευής του
Παρθενώνα της Αθήνας σε μια πόλη που
έφερε τον τίτλο της «Αθήνας του Νότου».
Ο Παρθενώνας του Νάσβιλ, το μοναδικό
ολοκληρωμένο αντίγραφο του Παρθενώνα
της Αθήνας, αποτέλεσε την πτέρυγα των
Καλών Τεχνών και το κέντρο της Εκατονταετούς
Διεθνούς Εκθέσεως του Τενεσί, στα 1897.
Το
αντίγραφο αυτό, επρόκειτο να είναι ένα
εποχιακό οικοδόμημα, όπως και όλα τα
άλλα κτίρια της έκθεσης, αλλά ικανοποίησε
τόσο βαθιά την συλλογική φαντασία του
Νάσβιλ, ώστε η πόλη αποφάσισε να το
διατηρήσει σαν μνημείο της πόλης και
κέντρο τεχνών.
Μολονότι
το κτίριο ήταν σταθερό, με πέτρινα
θεμέλια και τοίχους από τούβλα, το
οικοδόμημα είχε έναν χαρακτήρα εποχιακό,
ο οποίος ήταν φανερός στην επίστρωση
των τοίχων και στους κίονες που είχαν
κατασκευαστεί από σανίδες και γύψο,
αλλά και τα ίδια τα γλυπτά ήταν εξ
ολοκλήρου κατασκευασμένα από γύψο.
Το
κτίριο άρχισε να αποσυντίθεται και παρά
το γεγονός ότι επιδιορθώθηκε επανειλημμένα,
η ανάγκη να εξασφαλιστεί η ζωή των
κατοίκων από ατυχήματα, προοδευτικά
οδήγησε στη σκέψη της κατεδάφισής του
και της ολοκληρωτικής ανακατασκευής
του από στέρεα υλικά.
Στα
1920 το Δημοτικό Συμβούλιο πήρε την απόφαση
για την κατεδάφιση του Παρθενώνα. Ο
αρχιτέκτονας του Νάσβιλ, Ράσελ Ε. Χαρτ,
ανέλαβε την ανακατασκευή και ο Γουίλιαμ
Μπελ Ντίνσμουρ, επιφανής ιστορικός
αρχιτεκτονικής και συγγραφέας του
βιβλίου «Η Αρχιτεκτονική στην Αρχαία
Ελλάδα», συμφώνησε να εργασθεί σαν
σύμβουλος αρχιτέκτων.
Ο
Παρθενών της εκατοστής επετείου ήταν
ένα αντίγραφο της εξωτερικής μόνον όψης
και όχι ένα καθ’ ολοκληρία πιστό
αντίγραφο. Κατά τη διάρκεια της
ανακατασκευής, η οποία έλαβε χώρα από
το 1921 ώς το 1931, χρειάστηκε μεγάλος μόχθος
ώστε να διορθωθούν οι λανθασμένες
μετρήσεις, να ληφθούν υπ’ όψιν όλες οι
εκτιμήσεις των ερευνητών και οι
αρχαιολογικές ενδείξεις και να
αναπαραχθούν οι οπτικές εκλεπτύνσεις
του πρωτοτύπου.
Το
αντίγραφο έπρεπε να είναι απόλυτα πιστό,
τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική
του όψη. Το μέγεθος της δαπάνης όπως
είναι φυσικό υπήρξε ένας καθοριστικός
παράγων και γι’ αυτό το λόγο το ενισχυμένο
σκυροκονίαμα επελέγη ως το καλύτερο
οικοδομικό υλικό που θα εξισορροπούσε
τη διάρκεια και το κόστος.
Ωστόσο
το σκυροκονίαμα ομοιάζει ελάχιστα με
το Πεντελικό μάρμαρο και έχει το
επιπρόσθετο μειονέκτημα να είναι ένα
μάλλον ψυχρό και εχθρικό υλικό. Για να
υπερκεράσουν αυτή τη δυσκολία, οι κτίστες
επέλεξαν να επενδύσουν το σκυροκονίαμα
με ένα επίχρισμα που επινόησε ο Τζον
Εαρλι από την Ουάσιγκτον.
Από
το Βρετανικό Μουσείο αγοράστηκαν
εκμαγεία από τα συντρίμμια του αετώματος
του αυθεντικού Παρθενώνα, έτσι ώστε οι
γλύπτες Λέοπολντ και Μπέλι Κίνεϊ Σολτζ,
να επιτύχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη
ακρίβεια στην ανακατασκευή των αετωμάτων.
Μετά τη χρήση τους, τα εκμαγεία αυτά
παρέμειναν ως μέρος των εκθεμάτων μιας
μόνιμης εκθέσεως που αφορούσε τον
Παρθενώνα.
Με
το σκεπτικό ότι ο Παρθενώνας θα συνέχιζε
να υπηρετεί την κοινότητα του Νάσβιλ
σαν ένα κέντρο τεχνών, προσετέθη ένα
χαμηλότερο επίπεδο στο οποίο στεγάστηκαν
έργα του 20ού αιώνα και το οποίο παρείχε
επικουρικές υπηρεσίες σε ολόκληρο το
οικοδόμημα.
Αυτό
το χαμηλότερο πάτωμα και το κατά πολύ
υποδεέστερο υλικό κατασκευής, είναι τα
κυριότερα σημεία στα οποία παρεκκλίνει
το αντίγραφο του Νάσβιλ από το πρωτότυπο.
Υπήρχαν όμως δύο ακόμη σημαντικές
διαφορές: από το κτίριο έλειπε το κεντρικό
του κομμάτι, το υπερμέγεθες άγαλμα της
θεάς Αθηνάς και η Ιωνική ζωφόρος. Η Μπέλι
Κίνεϊ Σολτζ πρότεινε στο Δημοτικό
Συμβούλιο στα 1931 να κατασκευάσει και
τα δύο, αλλά η οικονομική κρίση προκάλεσε
την αναβολή των έργων επ’ αόριστον.
Στα
1990, σχεδόν 60 χρόνια αργότερα, ο Παρθενώνας
του Νάσβιλ, έχει την Αθηνά του. Στη δεξιά
παλάμη της κρατά την Νίκη και στο αριστερό
την ασπίδα της. Για να δώσουν, μάλιστα,
και την αίσθηση του χρυσελεφάντινου
στο άγαλμα, το οποίο έχει ύψος 13 μέτρα,
χρησιμοποίησαν 8 κιλά φύλλα χρυσού για
να το καλύψουν!
Με
την εξαιρετική αναπαραγωγή του αγάλματος
από τον Αλαν Λι Κουάιερ, το έργο
ολοκληρώνεται και γίνεται ένα γιγάντιο
βήμα προς την απόκτηση ενός πλήρους
αντιγράφου του οικοδομήματος που τόσο
πολλές ιδέες συμβολίζει και στο οποίο
ο πολιτισμός μας οφείλει τόσα πολλά.
Δείτε το βίντεο: